- σωληνικός
- σωλην-ικός, ή, όν,A tubular, λέβης cj. in POxy.1002 (vi A.D.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
σωληνικός — ή, όν Μ [σωλήν, ῆνος] σωληνωτός, σωληνώδης («λέβης σωληνικός», παπ.) … Dictionary of Greek